ἐπιβεβλημένη

ἐπιβεβλημένη
ἐπιβάλλω
throw
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • καθαρτήριo — Ο υπεργήινος τόπος όπου παραμένουν οι ψυχές για να καθαρθούν πριν εισέλθουν στον παράδεισο,σύμφωνα μετην Καθολική Εκκλησία. Η διδασκαλία για το κ., καθορισμένη και επιβεβλημένη ως αλήθεια πίστης από τις συνόδους Φλωρεντίας και Τριδέντου,… …   Dictionary of Greek

  • οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσοβέργης — Επώνυμο 2 λογίων. 1. Νικηφόρος. Βυζαντινός λόγιος, ο οποίος ήκμασε στην Κωνσταντινούπολη το δεύτερο μισό του 12ου αι. Σχετικά με τη ζωή του είναι λίγα γνωστά. Ήταν ίσως αυλικός και αργότερα χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σάρδεων. Άλλωστε, με αυτό τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”